θανατική ποινή

θανατική ποινή
(Νομ.). Η εσχάτη των ποινών στο δικαιοδοτικό σύστημα, που επιβάλλεται σε ιδιαίτερες κακουργηματικές πράξεις. Στη χώρα μας, η θ.π., αν και είχε καταργηθεί πολύ νωρίτερα στην πράξη, τελικά με το άρθρο 1 παράγραφος 12β του ν. 2207/94 καταργήθηκε και διαγράφηκε από τον Π.Κ. Ακολούθως, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 κατάργησε τη θ.π. Συγκεκριμένα, το άρθρο 7 παράγραφος 3 του Συντάγματος ορίζει ότι θ.π. δεν επιβάλλεται εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και σχετίζονται με αυτόν. Το Σύνταγμα πριν την αναθεώρηση του 2001 απαγόρευε τη θ.π. μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Σύμφωνα με τις προϊσχύσασες ποινικές διατάξεις, εφόσον ο νόμος προέβλεπε για την τιμωρία μιας πράξης την ισόβια κάθειρξη ή τη θ.π., η τελευταία επιβαλλόταν μόνο αν το έγκλημα και ο τρόπος τέλεσής του ήταν ιδιαίτερα απεχθή ή εάν ο δράστης ήταν επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια. Αίθουσα εκτελέσεων των καταδικασμένων σε θάνατο, στις φυλακές Χάντσβιλ του Τέξας· σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ ισχύει ακόμα η θανατική ποινή, παρά τις διεθνείς αντιδράσεις (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • καρατομώ — (Α καρατομώ, έω) [καρατόμος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω νεοελλ. (νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό …   Dictionary of Greek

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”